Diatrof-DiataraxesΗ Ψυχογενής Ανορεξία και η Ψυχογενής Βουλιμία είναι οι δύο διαταραχές στην πρόσληψη τροφής, οι οποίες έχουν συγκεντρώσει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια, καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός κυρίως γυναικών αναφέρει έντονα προβλήματα στη συμπεριφορά τους σχετικά με το φαγητό. Οι διαταραχές αυτές συνήθως εμφανίζονται νωρίς στη ζωή του ατόμου και αρχίζουν  κατά  την εφηβεία, αλλά μπορούν να αρχίσουν και κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή. Σε πολλές περιπτώσεις απασχολούν το άτομο για όλη του τη ζωή, με διαστήματα ύφεσης και επανεμφάνισης. Παρατηρούνται συχνότερα σε κορίτσια εφηβικής ηλικίας και σε νεαρές γυναίκες, αλλά μπορεί να παρουσιασθούν και στους άνδρες.
Κοινό χαρακτηριστικό των διαταραχών πρόσληψης τροφής είναι η έντονη ανησυχία του ατόμου για το βάρος του και η έμμονη ενασχόληση του με την εικόνα του σώματος του. Τα άτομα που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές αξιολογούν σε μεγάλο βαθμό την προσωπική τους αξία, με κριτήριο το σχήμα του σώματός τους και το σωματικό τους βάρος. Η εμφάνιση των διαταραχών πρόσληψης τροφής μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς, ψυχολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι συγγενείς πρώτου βαθμού ανορεξικών ή βουλιμικών ασθενών έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν και οι ίδιοι διαταραχή στην πρόσληψη της τροφής. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι ορμονικοί και νευροβιολογικοί παράγοντες πιθανώς να συμβάλλουν στην εξέλιξη των διαταραχών αυτών. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε κι άλλους παράγοντες που πιθανόν να παίζουν σημαντικότερο ρόλο, όπως είναι η δομή της οικογένειας, στοιχεία της προσωπικότητας, το στρες, η εφηβεία και κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες.

Ψυχογενής  Ανορεξία
Η ψυχογενής Ανορεξία είναι ένα σύνδρομο αυτοεπιβαλλόμενης ασιτίας στο οποίο το άτομο με τη θέλησή του περιορίζει την πρόληψη τροφής καθώς φοβάται έντονα μήπως παχύνει. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να διακρίνουμε τη ψυχογενή ανορεξία από άλλες καταστάσεις που βιώνουν οι άνθρωποι. Η ψυχογενής ανορεξία είναι κάτι διαφορετικό από την απώλεια της όρεξης. Απώλεια της όρεξης για φαγητό μπορεί να έχουμε και σε άλλες καταστάσεις χωρίς να έχουμε ψυχογενή ανορεξία. Για να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση παραθέτουμε τα κριτήρια για τη ψυχογενή ανορεξία κατά το DSM-IV:

Α. Άρνηση του ατόμου να διατηρήσει το βάρος του πάνω από ένα ελάχιστο φυσιολογικό όριο σύμφωνα με την ηλικία του και το ύψος του, π.χ. απώλεια βάρους που οδηγεί στη διατήρηση βάρους του σώματος κάτω του 85% από το αναμενόμενο ή αδυναμία να κερδίσει αναμενόμενο βάρος στη διάρκεια της ανάπτυξης που οδηγεί σε βάρος σώματος κάτω του 85% από το αναμενόμενο.

Β. Έντονος φόβος του ατόμου μήπως πάρει βάρος ή γίνει παχύσαρκο, ακόμα κι όταν το βάρος του είναι κάτω από το κανονικο.

Γ. Διαταραχή στον τρόπο που αντιλαμβάνεται το βάρος ή το σχήμα του σώματός του, αδικαιολόγητη επιρροή του σωματικού βάρους ή σχήματος στην εκτίμηση του εαυτού, ή άρνηση της σοβαρότητας του παρόντος χαμηλού σωματικού βάρους.

Δ. Σε γυναίκες μετά την έναρξη της περιόδου, αμηνόρροια, δηλαδή απουσία τουλάχιστον τριών διαδοχικών εμμηνορρυσιών.

Η Ψυχογενής ανορεξία εκδηλώνεται με δύο διαφορετικούς τύπους:

Α. Ανορεξία Στερητικού Τύπου
Ο στερητικός τύπος της ανορεξίας χαρακτηρίζεται από μια παρατεταμένη και αυστηρή αποχή από το φαγητό. Οι ασθενείς με ανορεξία στερητικού τύπου συνήθως χαρακτηρίζονται από περισσότερη εσωστρέφεια κι αρνούνται να παραδεχτούν πως νιώθουν πείνα και άγχος.

Β. Ανορεξία Υπερκαταναλωτικού Τύπου
Ο υπερκαταναλωτικός τύπος της ανορεξίας χαρακτηρίζεται από σποραδικά επεισόδια υπερφαγίας που ακολουθούνται από τεχνητή πρόκληση εμετού. Οι ασθενείς με ανορεξία υπερκαταναλωτικού τύπου χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια, αναφέρουν συχνότερα άγχος, κατάθλιψη κι ενοχές, παραδέχονται πως έχουν έντονη όρεξη και τείνουν να είναι μεγαλύτερης ηλικίας σε σχέση με τους ασθενείς με ανορεξία στερητικού τύπου.

Η Ψυχογενής Ανορεξία είναι μια δυνητικά θανατηφόρα νόσος, καθώς η θνησιμότητα  της ξεπερνά το 10%. Συνήθως στην αρχή το περιβάλλον του ατόμου δεν αντιλαμβάνεται τίποτα, καθώς το άτομο απλώς αρχίζει να αδυνατίζει με κάποια δίαιτα. Σταδιακά το βάρος του ατόμου μειώνεται ενώ το ίδιο επιμένει ότι είναι παχύ. Σ’ αυτό το σημείο απαιτείται η άμεση παρέμβαση του ψυχολόγου, ώστε να βοηθήσει το άτομο να αντιληφθεί το σώμα του όπως πραγματικά είναι και να μην το επηρεάζει στην αυτοεκτίμησή του. Αν δεν γίνει αυτή η παρέμβαση, το άτομο θα χάσει περισσότερο βάρος, γεγονός που οδηγεί συνήθως σε νοσηλεία και υποχρεωτική σίτιση. 

Ψυχογενής Βουλιμία
Το κύριο χαρακτηριστικό της βουλιμίας είναι τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια καταβρόχθισης τροφής τα οποία ακολουθούνται από δυσβάσταχτες ενοχές οι οποίες συνήθως εξουδετερώνονται μέσα από τεχνητές εκκενώσεις του στομάχου π.χ. με προκαλούμενο εμετό ή με χρήση καθαρτικών και διουρητικών σκευασμάτων. Η βουλιμία είναι πολύ πιο συχνή από την ανορεξία και υπολογίζεται πως το δύο με τέσσερα τοις εκατό του γενικού πληθυσμού έχει βουλιμία ενώ το δέκα τοις εκατό των γυναικών έχουν κάποια αλλά όχι όλα τα συμπτώματα της βουλιμίας. Όπως και η ανορεξία, η βουλιμία είναι πολύ πιο συχνή στις γυναίκες, αλλά εμφανίζεται λίγο αργότερα, στην εφηβεία έχει καλύτερη πρόγνωση και πολύ πιο σπάνια οδηγεί στο θάνατο.

Τα κριτήρια για τη Ψυχογενή Βουλιμία κατά το DSM-IV είναι τα παρακάτω:
Α. Επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας στη διάρκεια των οποίων το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του ώστε να σταματήσει να τρώει.
Β. Επανειλημμένη ακατάλληλη αντισταθμιστική συμπεριφορά για να αποτρέψει την απόκτηση βάρους, όπως π.χ. πρόκληση εμετού, κακή χρήση καθαρτικών, διουρητικών ή άλλων φαρμάκων, νηστεία, υπερβολική άσκηση.
Γ. Η υπερφαγία και οι ακατάλληλες αντισταθμιστικές συμπεριφορές συμβαίνουν κατά μέσο όρο τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα για 3 μήνες.
Δ. Η εκτίμηση του εαυτού αδικαιολόγητα επηρεάζεται από το σχήμα του σώματος και το βάρος.
Ε. Η διαταραχή δεν συμβαίνει αποκλειστικά κατά τη διάρκεια επεισοδίων Ψυχογενούς Ανορεξίας.

Η Ψυχογενής Βουλιμία εκδηλώνεται επίσης με δύο διαφορετικούς τύπους:
Τύπος Κάθαρσης: το άτομο έχει εμπλακεί συστηματικά σε πρόκληση εμέτου ή κακή χρήση καθαρτικών, διουρητικών κλπ.

Τύπος Μη Κάθαρσης: το άτομο έχει χρησιμοποιήσει ακατάλληλες αντισταθμιστικές συμπεριφορές όπως νηστείες ή υπερβολική σωματική άσκηση, αλλά δεν έχει εμπλακεί συστηματικά σε  πρόκληση εμέτου ή κακή χρήση καθαρτικών, διουρητικών κλπ.

Σε αντίθεση με τα άτομα που πάσχουν από νευρική ανορεξία, τα βουλιμικά άτομα συχνά «δεν φαίνονται», καθώς στην πλειοψηφία τους διατηρούν ένα κανονικό βάρος και τα συμπτώματα της νόσου δεν είναι φανερά. Έτσι, είναι δύσκολο για τους οικείους τους να αναγνωρίσουν την ύπαρξη της διαταραχής  και να παροτρύνουν το άτομο να ζητήσει βοήθεια. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις ότι πριν από τη έναρξη της διαταραχής ίσως έχουν περισσότερο βάρος από τα συνομήλικά τους άτομα.